καταγλώττισμα

καταγλώττισμα
καταγλώττισμα
lascivious kiss
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταγλώττισμα — καταγλώττισμα, τὸ (Α) [καταγλωττίζω] 1. λάγνο φίλημα με το άκρο τής γλώσσας 2. σπάνια και εξεζητημένη φράση …   Dictionary of Greek

  • καταγλωττισμάτων — καταγλώττισμα lascivious kiss neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλωττίσματα — καταγλώττισμα lascivious kiss neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν, τὸ (Α) ηδονικό φιλί, όπως το καταγλώττισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μανδαλωτόν (< μάνδαλος «παθητικό φιλί»)] …   Dictionary of Greek

  • καταγλωττισμός — καταγλωττισμός, ὁ (Α) [καταγλωττίζω] το καταγλώττισμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”